
Τίτλος: Il portiere di notte
Διεθνής Τίτλος: The night porter
Ελληνικός τίτλος: Ο θυρωρός της νύχτας
Έτος παραγωγής: 1974
Σκηνοθέτης: Liliana Cavani
Σενάριο: Liliana Cavani
Ηθοποιοί: Dirk Bogarde, Charlotte Rampling, Philippe Leroy
Πρωτότυπη μουσική: Daniele Paris
Διάρκεια: 118'

Υπόθεση
Βιέννη 1957, ο Μαξ πρώην αξιωματικός των Ες-Ες, εργάζεται πλέον ως νυχτερινός θυρωρός πολυτελούς ξενοδοχείου. Μονήρης, απόμακρος και κυνικός, διάγει εκούσια μια ζωή αφανή, την ίδια στιγμή που οι παλιοί του σύντροφοι διενεργούν εικονικές δίκες, με σκοπό να συγκεντρώσουν και να εξαλείψουν τα εναπομείναντα τεκμήρια της ενοχής τους.
Ο Μαξ βρίσκεται εν αναμονή της δικής του «δίκης», όταν η τυχαία άφιξη της Λουτσία στο ξενοδοχείο διασαλεύει τον αθόρυβα τακτοποιημένο κόσμο του. Στο πρόσωπο της αναγνωρίζει το αλλοτινό θύμα και αντικείμενο της εμμονής του. Στο δικό του, εκείνη βλέπει τον παλιό βασανιστή αλλά και προστάτη της.
Καθώς οι δυο τους ξανακυλούν στην διφορούμενη σαδομαζοχιστική σχέση αλληλεξάρτησης του παρελθόντος, ο Μαξ δέχεται ολοένα αυξανόμενες πιέσεις να παραστεί στην επίμαχη «δίκη», και η Λουτσία αποτελεί την σημαντικότερη μάρτυρα...
Άποψη
Διχάζοντας κοινό και κριτικούς από την πρώτη στιγμή της κυκλοφορίας του, αυτό το ακραίο ερωτικό δράμα έμελλε να αποτελέσει μία από τις πιο αμφιλεγόμενες δημιουργίες στην ιστορία του Ιταλικού κινηματογράφου, καθιερώνοντας την θέση της Καβάνι ανάμεσα στους πιο προκλητικούς σκηνοθέτες τις γενιάς της
Η διανομή της απαγορεύτηκε από την ιταλική λογοκρισία «λόγω αισχρότητας», τα αντίτυπα της κατασχέθηκαν, ενώ ασκήθηκαν ποινικές διώξεις στην σκηνοθέτιδα για απεικόνιση σεξουαλικών βασανιστηρίων. Την ίδια στιγμή, επιφανείς εγχώριοι κινηματογραφιστές όπως ο Βισκόντι, ο Αντονιόνι και ο Παζολίνι τάσσονταν υπέρ της ζητώντας την ελεύθερη διάθεση της ταινίας στις αίθουσες. Με την νικηφόρα λήξη της δικαστικής διαμάχης και παρά τον θόρυβο που είχε προηγηθεί «Ο θυρωρός της νύχτας» χαιρετίστηκε σχεδόν ομόφωνα ως ένα θαρραλέο αριστούργημα και εγκωμιάστηκε για την ασυμβίβαστα διεισδυτική ματιά του στο θέμα της παρεκκλίνουσας σεξουαλικότητας που συνδέεται με παιδικό τραύμα και στις ψυχολογικές ασάφειες που γεννά η εκμετάλλευση της εξουσίας.

Η ευρεία αποδοχή της ταινίας στην Ευρώπη, ήρθε σε οξεία αντιδιαστολή με την κατάφωρη αποδοκιμασία που συνάντησε στην άλλη πλευρά του ατλαντικού, υπογραμμίζοντας ανάγλυφα τις πολιτισμικές διαφορές των δύο ηπείρων. Διακεκριμένα ονόματα του αμερικανικού τύπου την κατηγόρησαν για «ανήθικη εκμετάλλευση και ευτελισμό του ολοκαυτώματος» χρησιμοποιώντας το ως σκηνικό για ένα ψευδές και λάγνο θέαμα.
Στόχος ωστόσο της ταινίας δεν είναι η πιστή ιστορική καταγραφή. Οι ήρωες της αποτελούν άχρονα σύμβολα - δεν οριοθετούνται σε συγκεκριμένα πλαίσια, αλλά εγείρουν διαχρονικά ερωτήματα για τις δυναμικές που αναπτύσσονται μεταξύ του απόλυτου θύματος και του απόλυτου θύτη.
Το έναυσμα για τον Θυρωρό της νύχτας ανάγεται στην εποχή που η Καβάνι γύριζε το ντοκιμαντέρ με τίτλο «La Donna Nella Resistenza» (Η γυναίκα στην Αντίσταση) ως μέρος μίας σειράς για την Ιταλική τηλεόραση με θέμα το τρίτο Ράιχ. Οι συνεντεύξεις που πήρε τότε από δύο γυναίκες επιζήσασες των στρατοπέδων, την ανάγκασαν να συλλογιστεί πάνω στις λεπτές διαχωριστικές γραμμές μεταξύ θύτη και θύματος, βασανιστή και βασανιζόμενου, καταλήγοντας στην προκλητική συνειδητοποίηση πως «όλοι είμαστε θύματα ή δολοφόνοι και αποδεχόμαστε αυτούς τους ρόλους οικειοθελώς - μόνο ο Σαντ και ο Ντοστογιέφσκι το κατανόησαν σε βάθος.»1
«Ο θυρωρός της νύχτας» ανοίγει σε μια Βιέννη μουντή και σκυθρωπή ενώ οι μελαγχολικοί ήχοι της ομότιτλης μελωδίας ζώνουν τα πρώτα πλάνα με γλυκιά παρακμή εμποτισμένη όμως με την αίσθηση μιας ελλοχεύουσας απειλής. Η ατμόσφαιρα, βαριά και νοτερή γίνεται προοδευτικά κλειστοφοβική καθώς τα εξωτερικά πλάνα αντικαθίστανται από χώρους κλειδωμένων δωματίων αντανακλώντας την εσωτερική μοναξιά των χαρακτήρων και την αυξανόμενη αποξένωση από το περιβάλλον τους.

Ενόσω η ιστορία ξεδιπλώνεται, στο αφηγηματικό παρόν συνυφαίνεται μία σεκάνς από παρελθοντικές αναδρομές που ανασύρονται πυροδοτούμενες από ακουστικά και οπτικά ερεθίσματα, για να αποκαλύψουν στιγμιότυπα της πρότερης σύνδεσης των δύο πρωταγωνιστών. Γυρισμένες με συνδυασμό κομψού ερωτισμού και χαμηλότονου σουρεαλισμού, καταγράφουν την πορεία μεταμόρφωσης της Λουτσία από τρομοκρατημένο παιδί σε σεξουαλικά χειραφετημένη γυναίκα, ενώ τα αχνά χρώματα και η απουσία διαλόγων δημιουργούν την ψευδαίσθηση πως παρακολουθούμε προβολές αναμνήσεων παρμένες από φθαρμένο λεύκωμα.
Κρίσιμο σημείο σε αυτή την οπτική ανασκόπηση αποτελεί η πιο εμβληματική, και ίσως πιο προκλητική, σκηνή της ταινίας η οποία παρέχει επιπλέον στην Καβάνι την ευκαιρία να αναδείξει την καλλιτεχνική ματιά της. Τα παγερά, γκρίζα των προηγούμενων αναδρομών αποκτούν πορφυρή θερμότητα ενώ η διάχυτη, ονειρώδης αχλή προσδίδει στο σκηνικό όψη συμβολικού πίνακα που παίρνει ζωή.
Μπροστά από μασκοφόρους μουσικούς προβάλλει η ανδρόγυνη μορφή της Λουτσία με ανδρική περιβολή, δερμάτινα γάντια και ναζιστικό καπέλο, αλλά γυμνόστηθη. Καθώς τραγουδά με βαθιά φωνή το «Wenn ich mir was wunschen durfte» απηχώντας την Μαρλέν Ντίτριχ, αποπνέει μία πρωτόγνωρη σεξουαλική αυτοπεποίθηση που έρχεται σε αντίθεση με την έως πρότινος φοβισμένη παθητικότητα της. Τα όρια θύτη και θύματος αρχίζουν πια να θολώνουν - οι δυο τους γίνονται συνένοχοι.
Απέχοντας μακράν από το να είναι αισχρή, όπως έχει κατηγορηθεί, αυτή η τραγική ιστορία δύο καταραμένων εραστών, περισσότερο προκαλεί θλίψη παρά σκανδαλίζει τον θεατή. Το στοιχείο του σαδομαζοχισμού προσεγγίζεται με λεπτότητα δίχως να γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης ή να ολισθαίνει προς το γκροτέσκο. Αντίθετα η κάμερα της Καβάνι πλαισιώνει τη σχέση των κεντρικών χαρακτήρων με συγκρατημένη χάρη και σεβασμό.

Κύριος λόγος που η ταινία ενοχλεί και έχει χαρακτηρισθεί ως «ανήθικη» είναι η αντισυμβατική οπτική που υιοθετεί απέναντι στους δύο κεντρικούς χαρακτήρες. Η ιδέα ενός Ναζί που εκτός από την τερατώδη πλευρά, διαθέτει επίσης και μία ανθρώπινη, βαθιά ευάλωτη, αναπόφευκτα προκαλεί αγανάκτηση και σοκάρει ενώ το ενδεχόμενο ο αποδέκτης της βίας να ερωτευτεί τον «δήμιο» του γεννά αποστροφή και φρίκη καθώς αναγκάζουν τον θεατή να δει πέρα από την απλοϊκή διχοτόμηση μεταξύ καλού και κακού, κάτι που είναι ανεπιθύμητο.
Οι γενναίες ερμηνείες του πρωταγωνιστικού διδύμου και η ολοκληρωτική αφομοίωση τους από τους χαρακτήρες που υποδύονται, καθιστά αναπόφευκτα μόνιμη την νοερά συνειρμική ταύτιση των ηθοποιών με τον εμβληματικό τους ρόλο εδώ. Ο Μπόγκαρντ ως Μαξ, - ένας συνδυασμός μελαγχολικής αλαζονείας, ευγενούς αξιοπρέπειας και άφατης απειλής - εκπέμπει εσωτερική ένταση ενώ με ανεπαίσθητες συσπάσεις του προσώπου πετυχαίνει να αποδώσει όλο το εύρος των συναισθημάτων και των μύχιων σκέψεων του ήρωα. Η Λουτσία της Ράμπλινγκ συνιστά ένα κράμα φαινομενικής ευαλωτότητας και υπόγειας δύναμης. Συλλαμβάνει την δισυπόστατη φύση της ηρωίδας, διατηρώντας την ταυτόχρονα αινιγματική, περιβεβλημένη με αύρα μυστηρίου, ενώ η σωματική της διάπλαση συμβάλλει στο να είναι ενοχλητικά πειστική ως έφηβη.
Η μουσική επένδυση της ταινίας περιλαμβάνει διάσημα κλασικά γερμανικά κομμάτια που τονίζουν την γενικότερη αίσθηση εκλεπτυσμένης διαφθοράς που αποπνέει.
Μία δύσκολη δημιουργία που παρά τα χρόνια της εξακολουθεί να ενοχλεί και να διχάζει. Οι νωχελικοί ρυθμοί της, σε συνδυασμό με το αμφιλεγόμενο θέμα της σίγουρα θα απωθήσουν μία σημαντική μερίδα θεατών, όσοι όμως έλκονται από σκοτεινές ερωτικές ιστορίες ίσως θελήσουν να καταδυθούν στον κόσμο της.
Τρέιλερ
1"The Gaze and the Labyrinth: The Cinema of Liliana Cavani" - Gaetana Marrone. Σελ. 90,
"Conflicts Of Memory: The Reception of Holocaust Films and TV Programmes in Italy, 1945 to the Present" - Emiliano Perra. Σελ. 106
"Masquerades of self-erasure: Pornography and corporeal memory in Liliana Cavani's The Night Porter" - Graeme Krautheim. Σελ. 12.
Λοιπές πηγές:
The Cinema of Italy- Giorgio Bertellini,
The Unmaking of Fascist Aesthetics - Kriss Ravettο